- προφητεύουσα
- пророчествующая
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προφητεύουσα — προφητεύω to be a pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προφητεύω to be a pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητευούσας — προφητευούσᾱς , προφητεύω to be a pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προφητευούσᾱς , προφητεύω to be a pres part act fem gen sg (doric) προφητευούσᾱς , προφητεύω to be a pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)